- τρεισκαιδεκαστάσιος
- και τρισκαιδεκαστάσιος, -ον, Ααυτός που αξίζει δεκατρείς φορές το βάρος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + -στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα-στάσιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισκαιδεκαστάσιος — ον, Α βλ. τρεισκαιδεκαστάσιος … Dictionary of Greek